- σηπεδών
- -όνος, η, ΝΜΑ(λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλανεοελλ.παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδεςαρχ.1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» — πυώδεις χυμοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι + επίθημα -ε-δών (πρβλ. τερη-δών, τηκε-δών)].
Dictionary of Greek. 2013.